- ασόδιαστος
- -η, -ο1. (για καρπούς) αυτός που δεν τον έχουν μαζέψει («ασόδιαστη σταφίδα»)2. εκείνος που δεν παρέχει σοδειά, ο άφορος («ασόδιαστη χρονιά»)3. όποιος δεν έχει σοδειά, δεν έχει προμήθειες («ασόδιαστο σπιτικό»).
Dictionary of Greek. 2013.